-
1 νεᾱνίσκος
νεᾱνίσκος, ὁ, ion. νεηνίσκος, junger Mann, Jüngling; Her. 3, 53. 4, 72; τοὺς καλοὺς παῖδας καὶ νεανίσκους, Plat. Conv. 211 d; ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι, Rep. III, 413 e; Folgde. – Bei Luc. Alex. 53 der Diener.
См. также в других словарях:
νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… … Dictionary of Greek